Στη συνέχεια ο Σωκράτης, με λεπτή ειρωνεία, αλλά και σεβασμό στις απόψεις του συνομιλητή του, ελέγχει λογικά την άποψη του Πρωταγόρα και ισχυρίζεται αφενός ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, και αφετέρου ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους ανθρώπους. Προκειμένου να στηρίξει τις θέσεις του, χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα:
1ο επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν γίνεται λόγος για κάποιο τεχνικό ζήτημα, δέχονται τις απόψεις μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για ζήτημα που αφορά την πόλη, έχουν δικαίωμα να εκφράσουν τη γνώμη τους όλοι οι Αθηναίοι πολίτες ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής. Επομένως, με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι όλοι διαθέτουν την πολιτική αρετή, χωρίς να την έχουν ποτέ διδαχθεί από κανέναν.
2ο επιχείρημα: οι άριστοι πολιτικοί άνδρες δεν μπορούν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους. Για παράδειγμα ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή στους γιους του ούτε ο Αρίφρονας στον Κλεινία. Άρα, η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
Στο τέλος της ενότητας, ο Σωκράτης ζητά ευγενικά και με τον πρέποντα σεβασμό από τον Πρωταγόρα να αναπτύξει τις δικές του απόψεις. Ο σοφιστής δέχεται να το κάνει ακολουθώντας την πρώτη του μέθοδο, τον μύθο.