Στο απόσπασμα που εξετάζουμε, παρατηρούμε συνεπή εφαρμογή της μαιευτικής μεθόδου από τον Σωκράτη, ο οποίος προσποιούμενος άγνοια και ειρωνευόμενος, με τις ερωτήσεις του επιχειρεί να συναγάγει από τον συνομιλητή του τεκμηριωμένες απόψεις, να «εκμαιεύσει» τελικά από αυτόν την αλήθεια με την κατάλληλη εσωτερική ενεργοποίησή του. Η σωκρατική ειρωνεία ως «τέχνασμα του Λόγου» δεν υποτιμά ούτε προσβάλλει τον συνομιλητή, αλλά διευκολύνει τον διάλογο των δύο προσώπων, γιατί αποτελεί τρόπο αμφισβήτησης τόσο του άλλου όσο και του «εγώ» του ίδιου του ομιλούντος, με αποτέλεσμα να ελευθερώνει τον λόγο και να επιτρέπει την κοινή φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας. Επιπλέον, ο έλεγχος των θέσεων του Πρωταγόρα γίνεται από έναν φιλόσοφο που προσπαθεί όχι να επιβάλει στον συνομιλητή του ήδη έτοιμες και παγιωμένες αντιλήψεις, αλλά να εξασφαλίσει την κοινή φιλοσοφική αναζήτηση.
Ειδικότερα στο πλαίσιο της σωκρατικής ειρωνείας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα επιχειρήματα του Σωκράτη σε αυτό το σημείο δείχνουν την ικανότητα του φιλοσόφου να προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις των περιστάσεων. Χρησιμοποιεί λοιπόν στην αρχή του λόγου του απλοϊκά επιχειρήματα που μπορούν να κατανοήσουν όσοι έχουν εκπαιδευθεί στα σοφιστικά στερεότυπα (αυτοί κυρίως αποτελούν το ακροατήριό του στη συγκεκριμένη σκηνή, αφού βρίσκεται στον χώρο διδασκαλίας του Πρωταγόρα). Αντιμετωπίζει την επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα, η οποία αναπαράγει σοφιστικά στερεότυπα, αρχικά με επιχειρήματα που εκφράζουν μια εμπειρική συλλογιστική, οικεία στους πολλούς. Έτσι, με το πρώτο επιχείρημα επικαλείται τους πολλούς, ενώ με το δεύτερο τους ειδικούς, για να υποστηρίξει λογικά την αμφισβήτησή του για το διδακτό της αρετής και να κάνει τον συνομιλητή του να εκθέσει αναλυτικά τις απόψεις του. Βέβαια στην οικονομία του διαλόγου η αναλυτική και σύνθετη επιχειρηματολογία του Σωκράτη θα εκτεθεί στην φιλοσοφική κριτική που θα ασκήσει στον Πρωταγόρα, αφού τον αφήσει να παρουσιάσει και να υποστηρίξει τις θέσεις του.
- Η θέση του Σωκράτη
Αφού ο Πρωταγόρας διατύπωσε με σαφήνεια ποιο είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του και τη θέση του ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί, τον λόγο παίρνει ο Σωκράτης, ο οποίος εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη:
α) η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και
β) οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους. - Επιχειρήματα Σωκράτη
Ο Σωκράτης, για να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις, διατυπώνει τα εξής επιχειρήματα:
1ο επιχείρημα: «Μάλιστα, ωραία τέχνη ... κάτι που διδάσκεται»
Αποδεικτέα θέση: η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
Συμπέρασμα: Άρα, οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
2ο επιχείρημα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή»
Αποδεικτέα θέση: οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.
Επιχείρημα: για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα:
- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,
- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.
Συμπέρασμα: Άρα, η αρετή δεν είναι διδακτή.
Επισήμανση: παρατηρούμε ότι το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται όχι μόνο με τη δεύτερη αποδεικτέα θέση, αλλά είναι κοινό και για την πρώτη αποδεικτέα θέση. Έτσι, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα η θέση είναι μία, ότι δηλαδή η αρετή δεν διδάσκεται, και παρουσιάζεται σαν σε σχήμα «ένα με δύο» (ἓν διὰ δυοῖν). - Κριτική της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη
Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που είχε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει … γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. («Ο Περικλής … να τους εκπαιδεύσουν»:) Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του, είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις … τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συναγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών λογικών κρίσεων και ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά. Ο Σωκράτης φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με τα επιχειρήματα εμπειρικής συλλογιστικής που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας, στην ουσία όμως εξυπηρετείται έτσι η ειρωνεία του και διευκολύνεται ο δρόμος της κοινής φιλοσοφικής αναζήτησης.
β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο Κλεινίας.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια. - «...αφού θεωρώ … έχεις ανακαλύψει μόνος σου»
Η φράση αυτή υποδηλώνει ποιες είναι, κατά τον Σωκράτη, οι πηγές γνώσεις. Αυτές, λοιπόν, είναι:
α. η πείρα: πρόκειται για γνώσεις που προκύπτουν από τα βιώματα και τις καθημερινές εμπειρίες,
β. η μάθηση: πρόκειται για γνώσεις που κατακτώνται με την παιδεία, τη διδασκαλία και τη μελέτη και
γ. η έρευνα: πρόκειται για γνώσεις που είναι αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας και αγώνα για την αναζήτηση της αλήθειας. - Οι σωκρατικές μέθοδοι και η στάση του Σωκράτη απέναντι στον Πρωταγόρα
Στην ενότητα είναι εμφανείς οι μέθοδοι του Σωκράτη, η ειρωνεία, η διαλεκτική, η μαιευτική και η επαγωγική μέθοδος.
α. Η σωκρατική ειρωνεία: «σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς, δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του.
Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:
- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι δηλαδή η προσποιητή χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.
- «… ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.
- «… ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ …», «… έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»: στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
- «… αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ με την αμφισβήτηση για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
β. Η διαλεκτική μέθοδος: η διαλεκτική είναι η μέθοδος του διαλόγου. Πρωταρχικός στόχος του Σωκράτη είναι να αναιρέσει σταδιακά τις θέσεις του συνομιλητή του θέτοντας απλοϊκές ερωτήσεις και στη συνέχεια να προσπαθήσει με μία νέα συζήτηση να συναγάγει ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας.
Έτσι, στην ενότητα αυτή παρακολουθούμε τον Σωκράτη να απευθύνει ερώτηση ήπιας και έμμεσης αμφισβήτησης των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;») και έπειτα να διατυπώνει και να εξηγεί τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Βρισκόμαστε δηλαδή στο στάδιο της διαλεκτικής μεθόδου, κατά το οποίο προσπαθεί να οδηγήσει τον Πρωταγόρα στην αναίρεση των θέσεών του.
γ. Η μαιευτική μέθοδος: με τη χρήση αυτής της μεθόδου γίνεται προσπάθεια να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Ο ίδιος ο Σωκράτης, όπως η μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να επαναφέρει στη μνήμη του την αλήθεια που ήδη γνωρίζει.
Έτσι στην αρχή της ενότητας προσποιείται ότι δεν κατανοεί το περιεχόμενο των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω […] κι εννοείς…»), ώστε να κινητοποιήσει τον αντίπαλό του να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Επίσης, στο τέλος του λόγου του τον προκαλεί να αναλύσει «με τρόπο εναργέστερο» το διδακτό της αρετής οδηγώντας τον Πρωταγόρα σε μια διεξοδική ανάπτυξη των απόψεών του.
δ. Η επαγωγική μέθοδος («ἐπακτικοὶ λόγοι»): επαγωγική είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ ὁρίζεσθαι καθόλου») και συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη γνώση για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.
Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη «διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή, όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο Περικλής κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.